- εξαέριση
- ηο εξαερισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαέριση — η εξαερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. purgation d air). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] … Dictionary of Greek
εξαερισμός — ο η αποβολή του αέρα ή άλλου αερίου από κάποιο κλειστό χώρο, ο αερισμός του, η εξαέριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)